- οιόβιος
- οἰόβιος, -ον (Α)1. αυτός που ζει μόνος2. (κατά το λεξ. Σούδα) «αὐθαίρετος, μονότροπος, μεμονωμένος τῷ λογισμῷ, ἐκτὸς φρενῶν».[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βίος (πρβλ. ολιγό-βιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek